συνεφείπετο

συνεφείπετο
συνεφέπομαι
draw after
imperf ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συνεφέπομαι — και ιων. τ. παρατ. συνεπεσπόμην Α 1. ακολουθώ κάποιον ή κάτι και εγώ («ἡ δὲ λαθοῡσα αὐτὸν συνεφείπετο», Ξεν.) 2. μτφ. (σχετικά με δοξασία) συμμορφώνομαι («ξυνεπισπώμεθα τῷ λόγῳ», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐφέπομαι «ακολουθώ, παρακολουθώ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”